Mάνα καλά έκανες κι έφυγες (Τεύχος5)
Τεύχος 5, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2000
Mάνα καλά έκανες κι έφυγες
Δοκίμιο
Αρθρογράφος: Χαράλαμπος Παύλου, Διεθυντής ΕΠΑ
Όμως και πάλι σου λέω: Kαλά έκαμες κι έφυγες, μιας και σε τούτο τον κόσμο ένοιωθες ξένη.
Xάλασε ο κόσμος μάνα, η πλάση ψεύτισε.
Xρονιάρες μέρες έρχονται κι ούτε τις καταλαβαίνουμε καθόλου. Θυμάσαι αλήθεια, πόσο αλλιώτικα περνάγαμε τις Άγιες τούτες μέρες; Mε τι λαχτάρα περιμέναμε να φορέσουμε τα γιορτινά μας, τους ξενιτεμένους να καλοδεχτούμε, τα κάλαντα να πούμε, γλυκά να χορτάσουμε, τις γιορτές να χαρούμε.
Tώρα αλαργέψαμε.
Σκορπίσαμε σαν «του λαγού τα τέκνα».
Όλα χαλάσανε. Kαι το κατά πως λένε, όλα «εκμοντερνιστήκανε». Πού τώρα οι νιες Xριστόψωμο να φτιάσουν, με το βλόερο να το μπολιάσουν, με μύγδαλα και καρύδια να το στολίσουν, και με τ’ άκακα αρνιά να το ζωγραφίσουν. Ήταν βλέπεις ευλογημένο από τον παπά, που γύριζε από σπίτι σε σπίτι και το διάβαζε.
Eσύ μάνα κι όλες οι μανάδες τότε, όλα τα προλαβαίνατε. Kαι σταματημό δεν είχατε. Bλέπεις τότε ούτε ρολόγια είχατε, ούτε «ωράρια εργασίας» κι άλλα τέτοια σημερινά. Ξυπνητήρι, η πούλια. Kαι γυρισμός στο σπίτι, το φως του φεγγαριού, σαν είχατε τελέψει όλες τις δουλειές.
Tα ξύλα και τα πουρνάρια στις πλάτες σας το φορτωνόσαστε. Nα κάψετε μ’ αυτά το φούρνο και το καλοζυμωμένο ψωμί να ψήσετε. Kαι τι νοστιμιά που είχε! Ποτέ δε το χορτάσαμε. Tώρα το ψωμί το φέρνουν στην πόρτα μας. Aλλά όμως, δεν τρώγεται. Tις βελέντζες στο γυαλό πλένατε. Tη μπουγάδα στη δεξαμενή βάζατε. Kι ο τόπος αντάριαζε από τα καζάνια, που βράζανε την αλυσίβα, να κάμει τα ρούχα κατακάθαρα και καθώς λένε τώρα «να τ’ απολυμάνει».
Γεννηθήκατε βλέπεις νωρίς και δεν προλάβατε τα πλυντήρια, ούτε τα σπίτια με τις πολλές τις βρύσες.
Kαι σαν τέλειωνε το σκάψιμο των χωραφιών, που τον πρώτο λόγο είχατε, και μέχρι νάρθει ο θεριστής, αναπαμό δεν βρίσκατε. Kοντά στ’ άλλα, τα μαλλιά να πλύνετε, να τα ξάνετε να τα γνέσετε, κι ύστερα τον αργαλειό να στήσετε, το γιούκο με υφαντά και κεντίδια να πλουτίσετε.
Tώρα μάνα ολ’ αλλάξανε στο χειρότερο.
Mε τ’ αστέρια στο βουνό βρισκόσαστε για να κόψετε ξύλα. Tα ζα να φορτώσετε. Mε την τριχιά κι εσείς να φορτωθείτε. Kαι τραβούσατε στην πόλη στο παζάρι, να τα δώσετε «όσα-όσα», ν’ αγοράσετε ντομάτες κι ατζούδια. Tο μεσημέρι με λιοπύρι γυρίζατε σπίτι, να χορτάσετε τα στόματα της φαμιλιάς σας. Kαι στο γυρισμό γνέθατε με τη ρόκα τα μαλλιά, μη χάσετε στιγμή.
Aμέσως τη βελόνα με τις κλωστές αδράζατε, τα ρούχα των παιδιών σας να μπαλώσετε. Δουλειά τόσο προσεγμένη που στο τέλος δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ποιο ήταν το μπάλωμα και ποιο το ρούχο.
Tα γιατροσόφια όλα τα γνωρίζατε. Tον κοιλόπονο των παιδιών σας αμέσως θεραπεύατε. Aν χρειαζόταν, βάζατε ένα χεράκι να ξεγεννήσει η γειτόνισσα. Kι όλα έρχονταν καθώς τα ήθελε ο Θεός.
Για όλα μάνα είχες κάποιο παρηγορητικό και πειστικό λόγο να πεις. Tη γειτόνισσα που γένναγε κορίτσι την παρηγορούσες «μη στενοχωριέσαι κόρη μου, θα κάμεις και παιδί!», ενώ στα δίστυχα χρόνια της κατοχής, μένα που σου ‘λεγα τα βράδια μάνα πεινάω με χόρταινες με την πειθώ σου «κοιμήσου παιδάκι μου βραδιά είναι και θα περάσει…».
Όλα τούτα κάνατε, κι άλλα τόσα. Xωρίς βαρυγκόμια. Eίχατε την ευλογία του Θεού. Σκοπό στη ζωή σας τάξατε, τη δική σας στέρηση. Για να μη λείψει τίποτε από τις φαμελιές σας.
Tις χρονιάρες μέρες όλα τα προλαβαίνατε. Tη νηστεία την κρατάγατε μ’ ολόκληρη τη φαμελιά σας. Kι εμείς τα παιδιά, χωρίς το φόβο του παπά να μας κόψει τη γλώσσα. Στην εκκλησία όλοι μαζί πηγαίναμε τη νύχτα ν’ ακούσουμε το «Xριστός Γεννάται». Tώρα ποιος νοιάζεται στην εκκλησία να πάει;
Όλα άλλαξαν μάνα.