Μια ακόμη άποψη για την αντισυνταγματικότητα του ΕΤΑΚ

Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ*

Ως γνωστό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 3634/2006 για την επιβολή του ενιαίου τέλους ακινήτων (ΕΤΑΚ), απαλλάσσεται από το τέλος η κύρια κατοικία των φυσικών προσώπων που κατοικούν στην Ελλάδα, εμβαδού μέχρι 200 τ.μ. ή αξίας μέχρι 300.000 ευρώ. Ως κύρια κατοικία θεωρείται για τον άγαμο η κατοικία που του ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία. Για τους έγγαμους ως κύρια κατοικία θεωρείται η κατοικία όλης της οικογένειας που ανήκει κατά πλήρη κυριότητα ή επικαρπία στον υπόχρεο ή στη σύζυγό του ή στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειας.


Αν και το εν λόγω τέλος επιβάλλεται με την μορφή αναλογικού φόρου (1* επί της αξίας της ακίνητης περιουσίας), ωστόσο είμαστε της άποψης ότι οι διατάξεις αυτές δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της ισότητας και της προστασίας της οικογένειας που προβλέπουν αντίστοιχα οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 21 του Συντάγματος, για τους εξής λόγους:

- Στις περιπτώσεις που περισσότερα από ένα μέλη της οικογένειας (οι δύο σύζυγοι και τα προστατευόμενα μέλη), κατέχουν ακίνητα κενά ή εκμισθωμένα, που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, το δικαίωμα της απαλλαγής από το ΕΤΑΚ θα ισχύσει μόνο για μια κατοικία, δηλαδή εκείνη που συγκατοικούν.

- Την ίδια απαλλαγή από την άποψη του αριθμού των κατοικιών, του εμβαδού και της αξίας (δηλαδή μέχρι 200 τ.μ. ή μέχρι 300.000 ευρώ) θα έχει όμως και ένας άγαμος που διαθέτει μόνο μια κατοικία την οποία ιδιοκατοικεί. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις παραπάνω ρυθμίσεις, ο άγαμος θεωρείται ότι διαθέτει την ίδια φοροδοτική ικανότητα με τους έγγαμους και όταν ακόμη έχουν προστατευόμενα μέλη.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα μέλη μιας οικογένειας που διαθέτουν το καθένα από μια κατοικία υπόκεινται σε δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση σε σχέση με τους άγαμους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιο ζήτημα είχε προκύψει κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 11/1975 που είχε εισαγάγει για πρώτη φορά τον τακτικό φόρο επί της κατοχής ακίνητης περιουσίας στη χώρα μας. Ως γνωστό, ο νόμος αυτός κρίθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (Απόφαση αριθ. 1154/1983) ότι αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 21 του Συντάγματος του 1975 περί ισότητας και προστασίας της οικογένειας αντίστοιχα. Βέβαια, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, η ακίνητη περιουσία της συζύγου προστίθετο στην ακίνητη περιουσία του συζύγου της με αποτέλεσμα η σύζυγος να μην επωφελείται από το αφορολόγητο όριο που προέβλεπε η τότε ρύθμιση και να υπόκειται σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση λόγω της προοδευτικότητας της κλίμακας.

Ωστόσο, και υπό το ισχύον νομικό καθεστώς του ΕΤΑΚ, τα άλλα μέλη της οικογένειας που κατέχουν ακίνητη περιουσία που δεν την χρησιμοποιούν ως κύρια κατοικία, δεν δικαιούνται της απαλλαγής. Αλλωστε και η απαλλαγή από τον φόρο της κύριας κατοικίας συνιστά μια μορφή προοδευτικότητας.

* Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

Ελευθεροτυπία 27/9/2008

Πρόσφατα άρθρα