«ΩΦPANΘH KYPIOΣ O ΘEOΣ OΣMHN EYΩΔIAΣ» (Τεύχος9)
Τεύχος 9, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2001
«ΩΦPANΘH KYPIOΣ O ΘEOΣ OΣMHN EYΩΔIAΣ»
Αρθρογράφος: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
O παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον…
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην και επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον κσι λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του θείου Βρέφους και της Αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις, ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεται τις, επί μίαν στιγμήν, ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»…
Εν τω μέσω δε κρεμάται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας ττων Προφητών και Αποστόλων, υφ’ όν ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανικών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Oσίων και Oμολογητών, ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα…
Και εις την χιβάδα του ιερού βήματος, υψηλά, εφαίνετο στεφανωμένη υπό Αγγέλων η των Oυρανών Πλατυτέρα. Και κατωτέρω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον σεμνότητα αποπνέουσαι, αι μορφαί των Μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, κι’ εφαίνοντο ως να έχαιρον, διότι έμελλον ν’ ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και του ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε και εντός και εκτός εικονίζετο περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα Τάγματα των Αγγέλων και η Βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο Ληστής, ο επί του Σταυρού ομολογήσας…
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον Ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζον τίνες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις…
Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ-Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβεν την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», κι εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι, και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον…
Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν, και άρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως…
* Αποσπάσματα από το διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο», με την ευκαιρία του έτους Παπαδιαμάντη και τη γιορτή των Χριστουγέννων.