ΑΛΕΞΑΝΔΡOΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 1851-1911 (Τεύχος9)
Τεύχος 9, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2001
ΑΛΕΞΑΝΔΡOΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 1851-1911
Αρθρογράφος: ΛAMΠPOΣ ΠOPΦYPAΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
Κάνε το θάμα κι άσε τον να ζήσει, όπως εζούσε,
σε μια μεριά που τάχατες να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια
κι αράδα, αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά Σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γρηές κι οι νιές οι πεθαμένες,
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες,
να γνέθουν το λινάρι οι γρηές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν' ανθίζουν οι γαζίες.
Κι ύστερα ακόμα νάναι ελιές και νάναι κυπαρίσια
σκυμμένα νάναι και το φως τ' αχνό να προσκυνάνε,
να τόνε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια,
και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι,
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ' ακροθαλάσσι.
Αχ! έτσι αθώα κι έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ' αυτόν ν' αγιάση.