Aπό τα αριστουργήματα της λαϊκής μας παράδοσης (Τεύχος8)
Τεύχος 8, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2001
Aπό τα αριστουργήματα της λαϊκής μας παράδοσης
Tου νεκρού αδελφού
Αρθρογράφος: – Δ/νση ΑΣΠΕ
Μάννα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κ’ ο ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Oι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
«Μάννα μου κι ας τη δώσωμε την Αρετή σ’ τα ξένα.
Στα ξένα κει που περπατώ, σ’ τα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτειά, ξένοι να μην περνούμε».
– Φρόνιμος είσαι, Κωνσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθεις.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γη χαρά ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κ’ εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες ωργισμένοι
κ’ έπεσε το θανατικό, κ’ οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάννα μοναχή σαν καλαμιά σ’ τον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογειώταν,
σ’ του Κωνσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωνσταντή, και μυριαναθεμά σε,
οπού μου την εξώρισες την Αρετή σ’ τα ξένα!
Το τάξιμο που μούταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό βαλες κριτή και τους αγιούς, μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γη χαρά να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαρειά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κ’ εχτενίζουνταν όξου σ’ το φεγγαράκι
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγωμε σ’ τη μάνα μας να πάμε».
– Αλλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτ’ η ώρα;
Αν ίσως κ’ είναι για χαρά, να στολιστώ και νάρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα νάρθω.
– Έλα, Αρετή, σ’ το σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι.
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαϊδούσαν,
δεν κιλαϊδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μόν’ κιλαϊδούσαν κ’ έλεγαν ανθρωπινή ομιλία.
«Ποιος είδε κόρη ν’ όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος»!
– Άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαϊδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρεκεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε.
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο, μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!»
– Άκουσες Kωνσταντίνε μου τί λένε τα πουλάκια;
«Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους»
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’ αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα σ’ τον άη Γιάννη,
κ’ εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι!
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται σ’ τον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!».
Τάκουσε πάλι η Αρετή κ’ ερράγισε η καρδιά της.
– Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’ Αρέτω, τα πουλιά κι ότι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τόμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.
Αυτού σιμά, αυτού κοντά σ’ την εκκλησιά προφάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθει.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐει.
Κινάει και πάει η Αρετή σ’ το σπίτι μοναχή της
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμμένα,
βλέπει τον μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«– Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα».
– Σήκω, μαννούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκειά μου μάννα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάννα;
– Άνοιξε μάννα μου, άνοιξε, κ’ εγώ είμαι η Αρετή σου.
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κ’ οι δύο.
(Ν. Πολίτη: «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού», Αθήνα 1914, σελ. 138-140)