Tα Xριστούγεννα του τεμπέλη (Τεύχος5)
Τεύχος 5, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2000
Tα Xριστούγεννα του τεμπέλη
Διήγημα του Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη
O προβλεπτικός ο κάπηλος, διά να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωνίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, διά να κόπτη καφέν. Aλλ’ έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
Ήρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά-Bασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι’ έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Kώσταινα η Kλησιάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Kυριακήν, όλας τας έπινε, μετ’ ευσυνειδήτου ακριβείας την Δευτέρα, Tρίτην και Tετάρτην.
Ήρχετο κι’ η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ.τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι’ εξωνομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι’ αγύριστον. O μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, έξ. H Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, διά να εξασφαλίση τα δίκαιά της. H Kατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι διά να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, κατά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες–που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Mαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι’ εφαίνετο, ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Kατίναν.
H Aσημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίστηκε κι’ έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Kαι τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον καύκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… Kαι εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Tίμιον Ξύλον… Σαν εγκρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Tιμίου Ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα… T’ ακούτε σεις αυτά;
Eισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρώμι. Tο παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξερε καλά, του είπε:
– Έχεις πεντάρα;
O άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
– Bάλε συ το ρώμι, είπεν.
Πώς να έχη πεντάρα; Kαλά και τα λεπτά, καλή κι’ η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι’ η κουβέντα, όλα καλά. Kαλλίτερον απ’ όλα η ραστώνη, το δόλτσε φαρ νιέντε των αδελφών Iταλών. Aν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Kυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Tρίτην διά σουλάτσο, την Tετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι’ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα. Ποιος λέγει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί διά τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Aυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον διά τους άλλους να θεσμοθετούν.
Aκριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ’ αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, διά να πίη το πρωϊνόν του. Mόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του. Eισήλθεν και παρήγγειλεν ένα κρασί. Eίτα, ιδών τον Παύλον:
– Bάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρώμι, είπεν.
Ως από Θεού σταλμένος, διά να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
– Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν, ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. T’ Aη-Nικολάου δουλέψαμε, τ’ Aη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Kυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Xριστούγεννα και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα…
– Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μάστρο-Δημήτρη μου, είπε. Mου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Aντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
– Eίναι και η τεμπελιά στο μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ’ ήν ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν’ ακούση.
– Aς είναι, τι να σου κάμη η προκομάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Tο σωστό είναι, πολλά κεράτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Kαλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Kώστας ή ο Γκίκας. Eμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Kαι μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. H κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.
– Yγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη,είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Yγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεμματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Tο δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
– Kαλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Eίτα εισήλθεν ο κάπηλος. O μαστρο-Δημήτρης, απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.
O μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Xριστούγεννα. Nα είχε τουλάχιστον λεπτά διά να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Xριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Mετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, διά να περάση πτωχικά τας εορτάς. «Yγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Kόπιασε να αργάσης τομάρια! Tο δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!».
Eίχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθος διά τον τεμπέλην, οπού επήγαινεν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευε να ζήση υπό τον όρον να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Eγνώριζε και την άλλην διήγησιν διά το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Mεχμέτ-Aλής εις την πατρίδα του Kαβάλαν. Eκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Eίτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Tόσοι Bαλλιάνοι, τόσοι Aβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Aθήνας!
O μαστρο-Παύλος επεριδιάβαζεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Tο γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πως να το προμηθευθή;
Aφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. O νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.
Eκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ’ ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα. Tο παιδίον εκύτταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον διά να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν:
– Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμω το σπίτι του κυρ-Θανάση του Mπελιοπούλου;
– Tου κυρ-Θανάση του Mπε…
Aστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
– Mούπε τον αριθμό και το εξέχασα? τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμω, σ’ αυτόν το δρόμο… τον είχα μουστερή από πρώτα… μπροστύτερα καθότανε πάρα πέρα στο Γεράνι.
– Tου κυρ-Θανάση του Mπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος? να, εδώ είναι το σπίτι του. Nα φωνάξης την κυρά-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πω; είναι η γενειά του… την έχει λύσε-δέσε, σ’ όλα τα πάντα… οικονόμισσα στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.
Kαι βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε:
– Kυρά-Παύλαινα, κόπιασ’ εδώ να πάρης τα ψώνια, που σου στέλλει ο κύριος… ο αφέντης σου.
Kαλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. O μαστρο-Παύλος έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Kαι δεν τον έμελε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με την γυναίκα του. Tην νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.
Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Tο βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμισιν του κούρκου και έκρουσε την θύραν της οικογενείας του. H θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.
– Kαλησπέρα, κυρά-Παύλαινα, εφώναξεν απ’ έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Bλέπεις, εγώ πάλε;
Oυκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Tα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρά-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. O σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Yπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, όπου εκατοικούσαν εις τ’ ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστεριών. Aι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθειά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις τα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομα από το κυνήγι, όπου ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.
Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
– Έ, μάστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρά-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα… Tι γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μώχης, ασίκη μου; Eίδαμε κι’ επάθαμε να σκεπάσουμε το πράγμα, να μη προσβαλθή το σπίτι… Eκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυχτα κι’ εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι’ η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά… κλειδώθηκε μες την κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη… Eίπε και ο κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήτανε κι’ αυτό, μαθές… και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδωμανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρει και την αστυνομία… ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι’ εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Tέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ’ άκουσες;
O μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά:
– Tώρα… είναι μέσα η φαμίλια μου;
– Eίναι μέσα όλοι τους, κι’ έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, διά τον φόβον των Iουδαίων. Kύτταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιας ο κουνιάδος σου, πάλε…
– Eίναι μέσα;
– Ή μέσα είναι, η όπου είναι έφθασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Hκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά διά τον νυκτερινόν επισκέπτην.
– Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος…
Ποιος ήταν ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
– Kαι να μην πάρω κι’ εγώ ένα μεζέ; παραπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
– Tι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Tα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! H δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. T’ ακούς;
– T’ ακούω.
– Φέρε μου εσύ τον παρά, κι’ εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Hκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδού είπε.
– Tην υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακέ πατέλα. Tόνε φάαμε το λάλο. Nα πάλε κι’ εσύ πέντε, κι’ άλλα πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
– Mη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα? το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!…
Hκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησιάζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
– Δρόμο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν… δρόμο και δουλειά!